- ῥακόδυτος
- ῥᾰκό-δῠτος, ον,A ragged,
στολά E.Rh.712
(lyr.); written [pref] ῥακκό- in Hsch. s.v. κακοείμονας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στολά E.Rh.712
(lyr.); written [pref] ῥακκό- in Hsch. s.v. κακοείμονας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρακόδυτος — ον, Α ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»] … Dictionary of Greek
ρακοδυτώ — έω, ΜΑ [ῥακόδυτος] είμαι ρακένδυτος, κουρελιάρης … Dictionary of Greek
ῥακοδύτωι — ῥακοδύτῳ , ῥακόδυτος ragged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)